- αττικισμος
- ἀττικισμόςἀττῐκισμόςὅ1) приверженность к афинской партии Thuc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἀττικισμός — siding with Athens masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττικισμός — siding with Athens masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αττικισμός — ο (AM ἀττικισμός) [αττικίζω] τάση για μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής, επιδίωξη της αττικής ορθοέπειας αρχ. σύμπραξη με τους Αθηναίους … Dictionary of Greek
αττικισμός — ο η τάση για μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνίας: Ο αττικισμός πρωτοπαρουσιάστηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀττικισμοί — Ἀττικισμός siding with Athens masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττικισμοί — Ἀττικισμός siding with Athens masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικισμοῦ — Ἀττικισμός siding with Athens masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττικισμοῦ — Ἀττικισμός siding with Athens masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικισμούς — Ἀττικισμός siding with Athens masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττικισμούς — Ἀττικισμός siding with Athens masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀττικισμῷ — Ἀττικισμός siding with Athens masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)